Κατάσταση πολιορκίας
Το ανθρώπινο ον είναι κατά κύριο λόγο κοινωνικό ον, «πολιτικό ζώον», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Γεννήθηκε για να ζήσει σε συναναστροφή με τους όμοιους του και να διαμορφώσουν κοινωνίες.
Αν λοιπόν η κοινωνική ζωή είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου, τότε μόνο μέσα σ’ αυτήν είναι δυνατό να δημιουργηθούν όλες οι υποχρεώσεις του και ν’ αναπτυχθούν όλες οι αρετές του. Στην κοινωνία η λέξη «καθήκον» βρίσκει τη σημασία της και την έκτασή της, δεδομένου μάλιστα πως τα «ατομικά καθήκοντα» είναι συγχρόνως και «κοινωνικά καθήκοντα».
Διαπιστώνουμε όμως μια εξέλιξη της φύσης του καθήκοντος αυτού. Η πρώτη ιδέα πως όλοι οι άνθρωποι συνδέονται μεταξύ τους με ένα συμβόλαιο και αποποιούνται ορισμένες ελευθερίες σε αντάλλαγμα μιας εγγύησης, αντικαταστάθηκε από την ιδέα του «οιονεί-συμβολαίου». Οι άνθρωποι συγκατατέθηκαν σιωπηρά –και με στόχο να πετύχουν μια ευρύτερη αλληλεγγύη- να αναλάβει ο Νόμος την επαγρύπνιση, τον έλεγχο και τη ρύθμιση των σχέσεων τους, σχέσεις που κατά βάθος δεν είναι αρά κοινωνικά καθήκοντα.
Οι αντιλήψεις της κοινωνικής αλληλεγγύης μας φανερώνουν τη διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων και μας καθορίζουν την έκταση και τα όρια της ελευθερίας μας.
Γίνεται λοιπόν φανερό πως αν ο νόμος αποτελεί δεσμό για ορισμένες μορφές ελευθερίας, για ορισμένες άλλες χρησιμεύει σαν ασπίδα. Αν δηλαδή η δυνατότητα μιας δράσης, χωρίς κανόνες και χωρίς πρόβλεψη των κινδύνων δημιουργεί το αίσθημα της ελευθερίας, το αίσθημα της ασφάλειας αντίθετα έχει ανάγκη από διαφορετικές συνθήκες για ν’ αναπτυχθεί.
Στο σημείο λοιπόν αυτό επεμβαίνει ο νόμος και επικυρώνοντας τα καθήκοντα του κοινωνικού ατόμου, μεταβάλλει συγχρόνως τις σχέσεις Κράτους – Πολίτη, έχοντας βέβαια πάντα για πυξίδα το αίσθημα δικαιοσύνης κάθε λαού.
Ο Πλούταρχος αναφέρει πως όταν ρώτησαν τον Σόλωνα αν οι νόμοι που είχε δώσει στους Αθηναίους ήσαν οι τελειότεροι, αυτός απάντησε «Θέσπισα τους καλύτερους από αυτούς που θα μπορούσαν να υποφέρουν».
Τα καθήκοντα των ανθρώπων πηγάζουν από τα καθήκοντα των κοινωνιών, με αποτέλεσμα το ουσιαστικό περιεχόμενο του καθήκοντος να μην επηρεάζεται από την ανθρώπινη φύση, αλλά από την κοινωνία. Κάθε κοινωνία διέπεται από μια καθολική συνείδηση φορέας της οποίας είναι άτομο που αποτελεί μέλος της κοινωνίας αυτής. Η φυσική και ιστορική κοινωνικότητα της ζωής δημιουργεί ένα κοινό ψυχό – βιοτικό υπόβαθρο μέσα στο οποίο κινούνται και εκδηλώνονται οι διάφορες ατομικότητες. Η καθολική αυτή συνείδηση υπερβαίνει όμως τα συγκεκριμένα άτομα και εκφράζει το υπερπροσωπικό κοινωνικό σκέπτεσθαι, αισθάνεσαι και βούλεσθαι γίνεται δηλαδή ήθος.
Το ήθος επομένως είναι το αναγκαίο προϊόν κάθε κοινωνίας, αποτέλεσμα των φυσικών και ιστορικών βιοτικών σχέσεων της.
Καθήκον κάθε κοινωνίας είναι να καταστήσει συνειδητό το πνευματικό της περιεχόμενο και να διαμορφώσει έτσι την εσωτερική και εξωτερική της ζωή, ώστε να δημιουργήσει ένα «πολιτιστικό σύστημα».
Το περιεχόμενο όμως αυτό, το πολιτιστικό σύστημα, διαφέρει από κοινωνία σε κοινωνία, με αποτέλεσμα «το ήθος» να εξαρτάται άμεσα από τη δομή του κοινωνικού σχηματισμού.
Ποιος δεν αντιλαμβάνεται άλλωστε τη στενή ιστορική σχέση που συνδέει τις εναλλαγές της ηθικής με τις εναλλαγές του κοινωνικού περιβάλλοντος; Η ανιδιοτελής αρωγή που επιβάλλεται για παράδειγμα στο άτομο ένας ηθικός νόμος, δεν είναι ουσιαστικά τίποτα περισσότερο από το αίσθημα που κυριαρχεί στον καθένα να θέλει να είναι μέλος μιας κοινωνίας.
Ο άνθρωπος οφείλει να θυσιάζει ένα ποσοστό του ατομικού του ΕΓΩ για να επαυξήσει το κοινωνικό του ΕΓΩ.
Δεν χρειάζεται άλλωστε «να βγει ο ίδιος από τον εαυτό του» για να πετύχει κάτι τέτοιο είναι η κοινωνία αντίθετα που εισέρχεται λίγο-λίγο μέσα του και της οποία τα συμφέροντα ταυτίζονται τελικά με τα συμφέροντα του ατόμου. Έτσι η προσαρμογή στην κοινωνία δημιουργεί την ηθική.
Το κοινωνικό καθήκον συνιστάται λοιπόν στην μεταλλαγή του εγωισμού σε αλτρουισμού, για την μεγαλύτερη ευτυχία τόσο του κοινωνικού συνόλου όσο και του ίδιου του ατόμου. Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να ζει μόνος και κατά συνέπεια αναλαμβάνει ορισμένα καθήκοντα απέναντι στους όμοιούς του. Περιορίζοντας αμοιβαία τα ατομικά τους δικαιώματα οι άνθρωποι δημιούργησαν αντίστοιχες κοινωνικές υποχρεώσεις.
Ο πολίτη δεν έχει άλλο δικαίωμα –θα μπορούσαμε να πούμε- από το να εκτελεί τα κοινωνικά καθήκοντα, να ενεργεί δηλαδή προς όφελος των συνανθρώπων του ή να συνδέει τον σκοπό με τον αλλότριο. Τα κοινωνικά βέβαια καθήκοντα ακόμα και όταν συμπίπτουν με τα ηθικά διαφέρουν στην ίδια τους τη φύση. Γιατί πηγάζουν από ένα συλλογικό ον, την κοινωνία.
Η ηθική του προσωπικού συμφέροντος αποβαίνει έτσι σύμφωνα με μια ευτυχή μεταμόρφωση, ηθική του γενικού συμφέροντος. Με την πάροδο του χρόνου, η έννοια της «χρησιμότητας» άλλαξε ουσία για να καταλήξει να ονομάζεται «καλό», όχι όμως ένα «καλό» αφηρημένο, υποκειμενικό και μεταφυσικό, αλλά μια έννοια συγκεκριμένη, αντικειμενική και σύμφωνη με τις ιστορικές ανάγκες.
Το κοινωνικό καθήκον που εμπεριέχει το ηθικό «καλό» συνιστάται στο να θέλουμε να αναγνωριστούμε ως μέλη της Ανθρωπότητας. Το «κακό» θα είναι να θεωρούμαστε αποκομμένοι από το σώμα, του οποίου είμαστε αναπόσπαστο μέρος.
Γιατί κάθε κοινωνία είναι μια ένωση συνειδήσεων που διαπλάσσεται κι έχει ως στόχο να πραγματοποιήσει στην «κοινωνικοποίηση του ατόμου» και ν’ αναπτύξει απεριόριστα το αλτρουιστικό ένστικτο.
Ο άνθρωπος ζει μέσα στην κοινωνία κι όπως δεν μπορεί να ζήσει έξω απ’ αυτήν, είναι κάθε στιγμή ένας οφειλέτης της. Η υπακοή στο κοινωνικό καθήκον δεν είναι παρά η αποδοχή ενός βάρους σ’ αντάλλαγμα ενός όφελους. Η αναγνώριση του χρέους κάθε ανθρώπου απέναντι στους συνανθρώπους του, νομιμοποιεί το κοινωνικό καθήκον και δίνει συγχρόνως στην ελευθερία, -δηλ. στο «ατομικό δικαίωμα» -το γνήσιο χαρακτήρα της, αφού προσδιορίζει το περιεχόμενο της.
Το να αναγνωρίζει άλλωστε ένα χρέος δεν σημαίνει πως εγκαταλείπεις ένα δικαίωμα σημαίνει πως αναγνωρίζεις τα πραγματικά όρια του δικαιώματος αυτού. Δεν πρόκειται λοιπόν ούτε για μια καταπάτηση των δικαιωμάτων του ατόμου, ούτε για μια καταχρηστική επέμβαση της κοινωνίας, αλλά πολύ απλά, για ένα «σιωπηρό συμβόλαιο» που μας ωθεί να συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με τις απαιτήσεις της «κοινής ζωής», της μόνης που μεταμορφώνει το ανθρώπινο ον σε ανθρώπινο πρόσωπο. Η ταύτιση του ατομικού με το γενικό καλό έχει ως αποτέλεσμα να αναπτύσσονται αφενός ο αλτρουισμός και αφετέρου το αίσθημα της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Όπως γίνεται λοιπόν φανερό, ο πόλεμος του ενός εναντίον όλων δεν είναι ούτε νόμος της φύσης ούτε νόμος της κοινωνίας. Η αλληλοβοήθεια είναι εξίσου φυσικός νόμος με τον αγώνα επιβίωσης και η κοινωνικότητα είναι αυτή που οριοθετεί την εξοντωτική πάλη ανάμεσα στα μέλη του ίδιου είδους.
Δεν υπάρχει συνεπώς απόλυτο μυστικιστικό δικαίωμα του ανθρώπου πάνω στον άνθρωπο. Η κοινωνία λειτουργεί σύμφωνα με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αμοιβαιότητας.
Η κοινωνικότητα προσπαθεί να τελειοποιήσει το ανθρώπινο ον, που όταν πάψει νάναι «εσωτερικά και εξωτερικά» απομονωμένο, θα πάψει να ‘ναι και εγωϊστικό.
ΥΓ. Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Διότι η οικονομική ύφεση πρέπει να μας ξαναενώσει κι όχι να προκαλέσει νέους διχασμούς και διακρίσεις. Και διότι οι πλατείες μας ξαναφέρνουν κοντά.
*Ο Γιάννης Πανούσης είναι καθηγητής Εγκληματολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών.
http://www.aixmi.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου