Ο Σύλλογος Αγραφιωτών Σαρακατσαναίων Αιτωλοακαρνανίας πάντα πρωτοπόρος και με αμείωτη ζωντάνια και ενδιαφέρον,
διοργανώνει το 1ο Αντάμωμα Σαρακατσαναίων στα Αγραφιώτικα βουνά, στο μαγευτικό Τροβάτο Αγράφων το Σάββατο 11 Αυγούστου 2012,
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΑΙΟΙ
: ΕΝΑΣ ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙΚΟΣ
ΝΟΜΑΔΙΚΟΣ ΛΑΟΣ.
Σαρακατσάνοι
ή Σαρακατσαναίοι ένας πανάρχαιος
πρωτοελληνικός (αυτόχθων)
νομαδικός λαός. Με την ύπαρξή του,
την παράδοσή του, μαρτυρά πως οι
Σαρακατσάνοι και γενικότερα οι
Έλληνες είναι ο αρχαιότερος λαός
της Ευρώπης, μα και ο λαός με την
αρχαιότερη και ωραιότερη γλώσσα
μητέρα όλων των γλωσσών της
Ευρώπης.
Οι
Σαρακατσάνοι νομάδες εξασκώντας
αποκλειστικά την μετακινούμενη
κτηνοτροφία, την πρωταρχική αυτή
μορφή του νομαδισμού από τα
πανάρχαια χρόνια ώς και στά μέσα
τού αιώνα μας, είναι ο ίδιος
αυτόχθων λαός μα καί το καλύτερο
αποδεικτικό μέσον κάθε
επιστήμονα προς τεκμηρίωση.
Ένας
λαός πού ζεί περιπλανώμενος,
ανεξάρτητος, πότε στά ψηλά βουνά
καί πότε στά χειμαδιά, ανά εξάμηνο.
Ο μετακινούμενος νομαδισμός
δίνει τήν δυνατότητα
εκμεταλλεύσεως της φυσικής
χλωρίδας γιά την διατροφή των
αιγοπροβάτων με ελάχιστο κόστος,
αλλά καί εξασφάλιση επιβίωσης. Ο
χώρος πού κινούνται οι
Σαρακατσάνοι είναι κυρίως ο
ορεινός ηπειρωτικός όγκος της
Πίνδου αρχικά.
Κατόπιν
εξηπλώθησαν σ` όλη την χερσόνησο
τού Αίμου αλλά ως καί τα
Μικρασιατικά παράλια. Μετά τούς
βαλκανικούς πολέμους χαράζονται
νέα σύνορα με αποτέλεσμα πολλοί
Σαρακατσάνοι να μείνουν
αποκλεισμένοι σε γειτονικές
χώρες.
Από το 1930 περίπου αρχίζει η
"αστικοποίηση" των
Σαρακατσάνων στον Ελλαδικό χώρο
καί στην συνέχεια με το τέλος του
δευτέρου παγκοσμίου πολέμου καί
σε άλλες χώρες της Βαλκανικής. Με
την εγκατάσταση σε χωριά καί την
δημιουργία μόνιμης εστίας
αρχίζει ο μαρασμός τού πανάρχαιου
αυτού τρόπου ζωής τού
μετακινούμενου νομαδισμού.
Ο
αείμνηστος λογοτέχνης μας
Στέφανος Γρανίτσας (Στα ήμερα τού
βουνού καί τού λόγγου) θα μας πεί:
"Οι Σαρακατσάνοι είναι οι
καταλαγαρότεροι Έλληνες". Μιά
φράση με λίγα λόγια αλλά πλούσια
σε νόημα καί αλήθεια.
Οί
Σαρακατσάνοι προκάλεσαν το
ενδιαφέρον πολλών ερευνητών
Ελλήνων καί ξένων, επιστημόνων
Ευρωπαικών Πανεπιστημίων,
Βρετανικών καί Ελληνικών όπως τού
Α.Π.Θ. με επικεφαλής τον καθηγητή κ.
Τριανταφυλίδη.
Πολλά έχουν γραφεί
από ξένους καί Έλληνες ερευνητές,
καί έτσι διαμορφώθηκαν πολλές
θεωρίες γιά τούς Σαρακατσάνους.
Πολλές θεωρίες σχετικά με το θέμα
της καταγωγής μα καί γιά την
ετυμολογία τού ονόματός τους.
Έτσι έχουμε εκδοχές περί Ρουμάνων
εξελληνισθέντων, ή περί Ιλλυρο-θρακών,
ή Αρβανιτών Ελληνοφώνων, ή ακόμη
καί Σλάβων εξελληνισθέντων.
Όλες
αυτές οι εκδοχές οι περισσότερες
είναι εκ τού πονηρού καί κρύβουν
εθνικοπολιτικές σκοποιμότητες.
Πολλοί όμως, Έλληνες καί ξένοι,
διατύπωσαν ότι οι Σαρακατσάνοι
είναι καθαρά Ελληνικό φύλλο καί
αποκλειστικά Ελληνόγλωσσο.
Η
αλήθεια βρίσκεται στην καρδιά
κάθε Σαρακατσάνου πού νιώθει καί
κτυπά Ελληνικά, ίσως δυνατότερα
από κάθε άλλη φορά σήμερα.
Πολλούς
ερευνητές απασχόλησε καί η
προέλευση τού ονόματος των
Σαρακατσάνων, ξένους όπως τούς: K.
HOENG, A. PHILIPSON, CAMPEL, καί Έλληνας όπως
τούς: Π. Αραβαντινό, Ι. Λαμπρίδη, Δ.
Γεωργάκα, Γ. Κότζιουλα, Β. Σκαφιδά,
Δ. Στατήρα, Κ. Λαζαρίδη, καί άλλους.
Κι` εδώ ενεφανίσθησαν πολλές
εκδοχές πού περιληπτικά μας
αναφέρει ο Δ. Γεωργάκας ώστε
προέκυψαν δώδεκα ετυμολογίες τού
ονόματος των Σαρακατσάνων ("Περί
της Καταγωγής των Σαρακατσάνων
καί τού ονόματος αυτών". Αρχείο
Θρακικού Λαογραφικού καί
γλωσσικού θησαυρού. 14 (1948-49) σελ.
193-270).
1. Σακαρέτσι - Σακαρετσιάνος
2. Παρακατσάνος - Καρακατσάνος
3. Συράκο καί Κατσάν, Συρακοκατσαναίοι
4. Καρά - Κατσιάνο - Καρακατσιάνο
5. Καρά - Κατσάν - Καρακατσάνος
6. Καρά καί σαρί Κατσάν
7. Κίρ καί Κατσάν
8. SARAK καί (α) CANI
9. CARICAT - IAN
10. SARICA - Σαρακατσάνος
11. SARACY - (a) CAN
12. Σαράν καί Κατσάν.
1. Σακαρέτσι - Σακαρετσιάνος
2. Παρακατσάνος - Καρακατσάνος
3. Συράκο καί Κατσάν, Συρακοκατσαναίοι
4. Καρά - Κατσιάνο - Καρακατσιάνο
5. Καρά - Κατσάν - Καρακατσάνος
6. Καρά καί σαρί Κατσάν
7. Κίρ καί Κατσάν
8. SARAK καί (α) CANI
9. CARICAT - IAN
10. SARICA - Σαρακατσάνος
11. SARACY - (a) CAN
12. Σαράν καί Κατσάν.
Μέ
λίγη προσοχή διαπιστώνει κανείς
ότι οι προαναφερόμενες κυρίως
εκδοχές βασίζονται ή σε κάποιο
τοπωνύμιο (Συράκο, Σακαρέτσι) ή σε
κάποιο δήθεν στοιχείο
ιδιαιτερότητας πού έχουν οι
Σαρακατσάνοι, φυγάδες (καρά καί
κατσάν), ή και από αντικείμενα (SARICA
= Φλοκάτη).
Καμία
όμως από τις εκδοχές δεν έχει
πάρει σαν βάση την πραγματική
ετυμολογική έννοια της λέξης
Σαρακατσάνος ώς πρός τον τρόπο
διαβίωσης καί επαγγελματικής
απασχόλησής τους. Δηλαδή ότι οι
Σαρακατσάνοι ήταν νομάδες
σκηνίτες από την αρχαιότητα καί
ζούσαν σε καλύβες στα βουνά, γιατί
οι Σαρακατσάνοι θεωρούν ώς τόπο
τους τα βουνά καί όχι τα χειμαδιά
όπου αναγκαστικά καταφεύγουν. Οί
προαναφερόμενες εκδοχές
παρουσιάζουν σχετικά μικρή την
"ηλικία" των Σαρακατσάνων,
διότι από μόνες τους δίνουν
ηλικία μερικών αιώνων μόνον -πράγμα
αδύνατο- κι` έτσι αποκρύπτουν, θά
έλεγα, την αλήθεια γιά τον
πανάρχαιο αυτό λαό καί μάλιστα
τον αρχαιότερο της Ευρώπης!
Προσωπικά,
σαν Σαρακατσάνος, καμία από τις
προαναφερόμενες εκδοχές δεν με
ικανοποιεί καί πάντα υπήρχε η
αμφισβήτηση, πού με ωθούσε στη
διατύπωση σοβαρών ερωτημάτων
όπως:
-
Είναι δυνατόν επιστήμονες σε
διεθνή συνέδρια να κηρύττουν ότι
οι Σαρακατσάνοι είναι οι
αρχαιότεροι στην Ευρώπη και αυτοί
να έχουν ένα πολύ νεώτερο όνομα
και μάλιστα λατινόφωνο;
-
Πώς μιά συντηρητική κοινωνία πού
μιλά πεισματωδώς μόνο Ελληνικά θα
ασπάζονταν ένα ξενόγλωσσο όρο;
-
Ήταν δυνατόν ένας ολοκληρωτικά
νομαδικός λαός από την αρχαιότητα,
να προϋπήρξε ημινομαδικός και
μάλιστα να πάρει το όνομά του από
τοπωνύμιο;
-
Είναι δυνατόν από κατοίκους πού
ζούσαν μόνιμα σε κάποιο χωριό να
το εγκαταλείψουν καί να
δημιουργηθεί ένας ολόκληρος
νομαδικός λαός πού ανθρώπων;
Κατά
προσωπική εκτίμηση τολμώ να πω
πώς το Ελλάς προήλθε από την
αρχαία Ελλοπική ρίζα ΕΛ= ύψωμα,
βουνό.
Αλλά
καί από το ρήμα Ελαύνω (ΙΩΑΝΝΗ
ΡΩΣΣΗ: "ΛΕΞΙΚΟ ΑΝΩΜΑΛΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ
ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ"
Εκδόσεις Ι. ΡΩΣΣΗ) = ωθώ, βάλλω τα
εις κίνησιν, διώκω τί εμπρός μου.
Δηλαδή
οί Έλλοπες - Ελλοί πήραν το όνομά
τους από τον κτηνοτροφικό αυτόν
όρο πού έλαυναν τό ποίμνιό τους.
Καί
ο αείμνηστος ΗΛΙΑΣ ΤΣΑΤΣΟΜΗΡΟΣ
("ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΤΗΣ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ" ΑΘΗΝΑ 1991
Εκδόσεις ΔΑΥΛΟΣ) πού ασχολήθηκε
πολύ με την ετυμολογία των λέξεων
της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας θα
μας επιβεβαιώσει: "Σελλός,
Ελλός καί Έλλην υπήρξαν οι
κτηνοτρόφοι πού εποίμαναν καί το
λόγο. Νομίζω δε ότι ίσως το όνομα
Σελλός κρύφθηκε αλλά δέν χάθηκε
στην σήμερα εν χρήση λέξι (Τ)σελ-(ι)γκας.
Πόσοι άραγε λαοί μπορούν να
ισχυρισθούν οτι το όνομά των δεν
προέρχεται από τοπωνύμιο αλλά από
την σύνθεση στοιχείων τού
πανάρχαιου βίου των καί την
πορεία των πρός τον πολιτισμό της
οικουμένης;"
Λόγια
λιτά αλλά αληθινά. Πώς μπορεί
κανείς να αμφισβητήσει οτι ο
Ελλός, Σελλός, Έλλην, Πελασγός δεν
ήταν ο ίδιος λαός με την ίδια
αρχική κοιτίδα την Ήπειρο, την
αρχαία Ελλοπία όπως αναφέρουν οι
αρχαίοι συγγραφείς καί η
πρωταρχική ασχολία τους ήταν η
κτηνοτροφία καί ο νομαδισμός;
Ο
αρχαίος ιστορικός Στράβων μας
αναφέρει ότι το Πελασγός ανάγεται
από το Πελαργός (Πελευ + άργος.
αυτόν δηλ. πού πηγαίνει στό άργος =
πεδιάδα). Δηλαδή Πελασγοί ή
Πελαργοί ονομάσθηκαν οι νομάδες
πρωτοέλληνες πού μετανάστευσαν
στίς πεδιάδες. Οι μετακινούμενοι
νομάδες πού πήγαιναν χειμώνα στις
πεδιάδες (χειμαδιά) καί το
καλοκαίρι στά βουνά. Φαινόμενο
πού το μαρτυρεί ο Σοφοκλής (496 - 406 π.χ.)
στον "Οιδίποδα Τύραννο" (Στίχοι
1133 - 1139) στον διάλογο μεταξύ των
βοσκών πού μιλούν γιά εξάμηνα
Ανοίξεως - Φθινοπώρου ότι ακριβώς
κάνουν ώς ήμερα πουλιά οι
Πελαργοί πού έρχονται γιά το
εξάμηνο τού καλοκαιριού καί
φεύγουν γιά το Χειμώνα.
Εδώ,
τολμώ να πώ, η λέξη Πελαργός
βρίσκει την πραγματική της έννοια
πού έχει σχέση με την
μετανάστευση στίς πεδιάδες (άργος).
Καί ο αείμνηστος Ηλίας
Τσατσόμηρος (ΙΣΤ. ΓΕΝ. ΤΗΣ ΕΛΛΗΝ.
ΓΛΩΣ., σελ 247) υποστηρίζει ότι η
σειρά καταγραφής τού ονόματος
Έλλην είναι η εξής: ΕΛ, ΕΛ-λός, Σ-ΕΛ-λός,
Π-ΕΛ-ασγός, ΈΛ-λην.
Καί
αυτή είναι η αλήθεια, από την
Ήπειρο ξεκίνησαν οι κτηνοτρόφοι
Έλλοπες, Πελασγοί, Έλληνες καί
κατά φάρες (τσελιγκάτα)
εξαπλώθηκαν εις τον Ελληνικό χώρο
σ`όλη την Βαλκανική την Μ. Ασία,
Ευρώπη, καί Μεσόγειο, σχεδόν σ`όλο
τον κόσμο.
Πολύ
όμορφα ο αρχαίος ποιητής ο Άσιος ο
Σάμιος (6ος αιώνας π.χ.) προφητικά
αναφέρει σε στίχους του:
"αντίθεον
δε πελασγόν εν υψικόμοισιν όρεσι
γαία μέλαν ανέδωκεν ίνα θνητόν
γένος είη". (Τον ισόθεο Πελασγό
στά υψηλόκορφα βουνά η μαύρη γή
εγέννησε γιά να δημιουργηθεί το
γένος τών θνητών). Έλλοπες, Σελλοί,
Πελασγοί, Έλληνες, Αχαιοί, Ίωνες,
Δωριείς, Γραικοί όλα Ελληνικά
φύλλα πού ετεροχρονικά
μετακινήθηκαν στον Ελλαδικό χώρο
μα καί εις την Ευρώπη.
Όλα
προήλθαν από τον ιερό αυτόν τόπο,
όλα από εδώ ξεκίνησαν, σ`όλη την
Ευρώπη, Ασία, Αφρική βρίσκουμε από
την αρχαιότητα Ελληνικές
αποικίες, ποτέ όμως ξένες στόν
Ελλαδικό χώρο.
Πολλά
ιστορικά βιβλία αναφέρουν ότι τα
Ελληνικά φύλλα προήλθαν από την
Ανατολή καί κάποιοι άλλοι έχουν
ανάγει σ` επιστήμη τα περί
Ινδοευρωπαϊκής φυλής από τις
Ινδίες ώς την βόρεια Ευρώπη. Η
δήθεν "Ινδοευρωπαϊκή φυλή"
δέν άφησε πουθενά ίχνη παρά μόνο
λέξεις πού καί αυτές
αποδεικνύονται σύμφωνα με
νεώτερους ρεαλιστές ερευνητές
Ελληνικές. Τα περί Ινδοευρωπαϊκής
φυλής είναι ένα παραμύθι πού
εξυπηρετεί κάποια σκοτεινά
συμφέροντα καί σκοπιμότητες.
Ο
όρος "Ινδοευρωπαίοι"
πρωτοεμφανίσθηκε το 1784 από τον
Άγγλο ανατολιστή Ουίλιαμ Τζώνς
(1746 -1797) καί τον Θωμά Γιάνγκ (1773-1829)
πού διατύπωσαν τα περί "Ινδοευρωπαϊκής
Ομογλωσσίας" καί όλα αυτά
απέκτησαν αίγλη μέσω
δημοσιότητας με τη μορφή
συγγραμμάτων όταν η Ελλάς ήτο υπό
Τουρκικήν κατοχήν καί δεν υπήρχε
κανένας λόγιος να αντικρούσει τα
διατυμπανιζόμενα διεθνώς.
Μήπως
το ίδιο δεν πήγε να γίνει με τον
Γερμανο-Εβραίο Φαλμεράγιερ καί θα
πετύχαινε εάν δεν υπήρχαν
προσωπικότητες σαν τον Νικόλαο
Πολίτη πού διά της λαϊκής
παραδόσεως αντέκρουσαν τις
εχθρικές γιά τον Ελληνισμό
απόψεις;
Η
αλήθεια είναι ότι υπήρξε ένας
λαός αυτόχθων με πολλά ονόματα, με
την ίδια γλώσσα αλλά με ποικίλους
διαλέκτους καί διαχρωνικούς
ιδιωματισμούς. Από την αρχαία ΕΛ-λοπία,
οι Σ-ΕΛ-λοί (πού έλαυναν μετά
θορύβου -κραυγών- τα πρόβατα).
Έλλοπες είναι καί ο νομαδικός
πρωτοελληνικός λαός των
Σαρακατσάνων. Η λέξη-κλειδί είναι
το ρήμα Ελαύνω. Στον Όμηρο το
βρίσκουμε ως ήλασε: ΟΔΥΣΣΕΙΑ (Ι,
237): "Αυτάρ όγ εις ευρύ σπέος
ήλασε πιόνα μήλα" (αμέσως ο
Πολύφημος) πρός τη μεγάλη σπηλιά
ώθησε τα καλοθρεμένα πρόβατα).
Εδώ
διακρίνουμε το ρήμα ήλασε - ώθησε
από το ρήμα ελαύνω απ`όπου
προέρχεται και ο όρος ΕΛ-λός =
κτηνοτρόφος. Στον ίδιο στίχο
υπάρχει καί μία άλλη λέξη κλειδί
πολύ σπουδαία γιά τη
Σαρακατσάνικη παράδοση, είναι η
λέξη: μήλα. Ο Όμηρος αποκαλεί τα
πρόβατα "μήλα", όπως καί σε
άλλους στίχους (ΟΔΥΣΣΕΙΑ Λ,4) "Εάν
δε τα μήλα (τα πρόβατα) εβήσαμεν"
(καί αμέσως τα πρόβατα αρπάζοντας
εφύγαμε).
Η
λέξη μήλα = πρόβατα ίσως ως σήμερα
περνούσε απαρατήρητη. Όμως ποιός
θα μπορούσε να φαντασθεί ότι τα
τρία μήλα τού Φλάμπουρα, το λάβαρο
τού Σαρακατσάνικου γάμου είναι
ένα κτηνοτροφικό σύμβολο;
Ο
Φλάμπουρας είναι το
Σαρακατσάνικο λάβαρο, η σημαία
πού επάνω στον σταυρό φέρει τρία
μήλα (πρόβατα). Ένα λάβαρο πού
φέρει το σήμα κατατεθέν ώς σήμερα
από την αρχαιότητα σε αρχαία
Ομηρική γλώσσα, καί κατά πάσαν
πιθανότητα η λέξη αυτή προϋπήρχε
πολύ πρίν τού Ομήρου. Υπάρχουν
λέξεις τού Ομηρικού λεξιλογίου
πού έχουν διασωθεί μόνο στούς
ιδιωματισμούς των Σαρακατσάνων.
Αλλά
τί είναι αυτός ο πανάρχαιος
νομαδικός λαός, οί γνωστοί μας
Σαρακατσάνοι;
Oι
Σαρακατσαναίοι, μιά ιδιαίτερα
εκλεκτή καί συντηρητική κοινωνία,
πού λόγω τής ιδιαιτερότητας τού
νομαδικού τρόπου ζωής
διατηρήθηκαν ώς τίς ημέρες μας
αναλοίωτοι, είναι πρωτοέλληνες,
δηλαδή οί αυτόχθονες Έλληνες, οί
πρωτόγονοι Έλλοπες, οί κατόπιν
Πελασγοί καί σήμερα
Σαρακατστσάνοι.
Είναι
δηλαδή η ζωντανή μαρτυρία, η
απόδειξη, ότι οί Έλληνες υπήρξαν
αυτόχθονες κάτοικοι τού
Ελλαδικού χώρου, οί οποίοι
έχοντας αλλάξει ονόματα στό μακρό
βίο τους έμειναν αναλοίωτοι όπως
ξεκίνησαν από τήν αρχική κοιτίδα
τους τήν ΠΙΝΔΟ, τήν αρχαία ΕΛΛΟΠΙΑ.
Οί Σαρακατσάνοι υπήρξαν νομάδες
μετακινούμενοι από τά πανάρχαια
χρόνια ώς τίς αρχές τού αιώνα μας.
Αρχικά ζούν στίς βουνοκορφές τής
Πίνδου καί ξεχειμωνιάζουν στίς
κοντινότερες πεδιάδες. 'Ετσι σιγά
- σιγά εξαπλώνονται σ` όλο τόν
Ελληνικό χώρο απ` τήν Πελλοπόνησο
έως τήν Θράκη.
Στό
χώρο τής Μακεδονίας-Θράκης
κινούνται απ` τήν αρχαιότητα.
Ανθρωπολογικές μετρήσεις (πρακτικά
Συνεδρίου Σέρρες 1983) στούς
Σαρακατσάνους τής Ανατολικής
Ρωμυλίας σέ σχέση μέ τούς
ομόφυλούς τους στήν νότια Ελλάδα
έχουν διαφορά μόνο στήν ρινική
κοιλότητα. Καί η διαφοροποίηση
αυτή είναι αποτέλεσμα
κλιματολογικής επίδρασης. Γιά νά
υπάρξει όμως τέτοιου είδους
διαφοροποίηση σ`έναν τέτοιο
ενδογαμικό λαό πρέπει η
εγκατάστασή τους εκεί νά έγινε
πρίν πάρα πολλούς αιώνες ίσως
χιλιετίες.
Οί
Σαρακατσάνοι χωρίζονται σέ
μεγάλες φάρες ανάλογα μέ τόν τόπο
διαβίωσης. Έτσι τούς διακρίνουμε
σ` αυτούς πού ζούν κυρίως στόν
αρχέγονο τόπο, τήν Ήπειρο:
Ηπειρώτες, τής νοτίου Ελλάδος:
Μωραΐτες, τής Μακεδονίας:
Κασσανδρινούς,
καί τής Θράκης: Πολίτες. Σ` αυτές
τίς ομάδες διακρίνουμε κάποιες
διαφορο-ποιήσεις στίς
παραδοσιακές στολές καί
συγκεκριμένα στίς γυναικείες πού
έχουν πλούσια χαρακτηριστικά
γνωρίσματα, όπως τής φούστας καί
τής ποδιάς. Σέ μιά κοινωνία
συντηρητική καί κλειστή όπως τών
Σαρακα-τσάνων καί ειδικά στίς
γυναίκες πού δέν έρχονταν εύκολα
σέ επαφή μέ ρεύματα
ενδυματολογικής μόδας, ή μέ
επιρροές -έστω καί ελάχιστες- απ`
έξω, γιά νά υπάρξει έστω καί μικρή
διαφοροποίηση θά έπρεπε νά
περάσει αρκετό χρονικό διάστημα.
Οί
Σαρακατσάνοι τής Ανατολικής
Ρωμυλίας κινούνταν στό χώρο αυτό
από τά πανάρχαια χρόνια, επί
χιλιετίες, γι` αυτό καί σύχρονοι
Βούλγαροι ερευνητές, με κύριο
εκπρόσωπο τόν Μαρίνοφ, προσπαθούν
νά συνδέσουν τούς Σαρακατσάνους
μέ αρχαίους Θράκες κτηνοτρόφους.
Όμως οί Σαρακατσάνοι παρόλο πού
ζούν κατά μεγάλες ομάδες πάντα
είχαν κοινή συνείδηση καί κοινή
παράδοση γιατί καί ο
αλληλεπηρεασμός μεταξύ τους ήταν
άμεσος.
Έτσι
παρατηρούμε τραγούδια πού
αναφέρονται στούς κλέφτες τών
Αγράφων, τού Κατσαντώνη, νά
τραγουδιούνται μέ τό ίδιο εύρος
καί πάθος μέχρι καί σήμερα από
Σαρακατσάνους στή Βόρεια
σημερινή Βουλγαρία. Αυτό δέν
σημαίνει οτι οί χιλιάδες
Σαρακατσάνοι Θράκης καί
Βουλγαρίας προήλθαν εκδιωκόμενοι
από τό χώρο τής Ηπείρου, αλλά
απλώς κάποιος σημαντικός αριθμός
φυγάδων εμπλούτισε τή
Σαρακατσάνικη παράδοση τών
τραγουδιών γιά τούς κλέφτες. Εξ`
άλλου τραγούδια Σαρακατσάνικα
αναφέρουν τόν άξονα όπου
κινούνται οι Σαρακατσάνοι.
Συγκεκριμένα ένα τραγούδι λέει:
"στά Άγραφα γραμμένος καί στή
Πόλη τιμημένος". Ο νομαδικός
ποιμενικός λαός τών Σαρακατσάνων
υπήρξε πάντοτε ο τροφοδότης τού
αστικοποιημένου Ελληνικού λαού
αλλά σχεδόν ποτέ δέν έγινε τό
αντίθετο, κάτοικοι χωριών νά
ακολουθήσουν τήν Σαρακατσάνικη
ζωή.
Στή
Σαρακατσάνικη κοινωνία, τά
τσελιγκάτα, διακρίνουμε τήν
πατριαρχική δομή παρ' όλο πού δέν
λείπουν καί στοιχεία πού άφησε η
πρωτογενής οργάνωση, η
μητριαρχική κοινωνία, όπου κέντρο
διευθύνσεως είναι η γυναίκα. Στό
Σαρακατσάνικο τσελιγκάτο είναι
εμφανή τά ίχνη τής μητριαρχικής
κοινωνίας. Η γυναίκα σήμερα
μπορεί νά μήν είναι τό κέντρο
εξουσίας αλλά είναι η καρδιά τού
τσελιγκάτου. Αυτή διευθύνει
ολόκληρη βιοτεχνία, γνέθει,
υφαίνει, ράβει, φτιάχνει καλύβια
καί μαντριά, παιδαγωγεί τά παιδιά,
καί πολλές φορές φυλά καί κοπάδια
προβάτων, δηλαδή τόν κύριο όγκο
ζωτικών αλλά καί υπεύθυνων
εργασιών τού τσελιγκάτου τόν
επωμίζεται ή γυναίκα. Στό
τσελιγκάτο ο διευθύνων είναι ο
Τσέλιγκας πού έχει τά περισσότερα
πρόβατα. Τόν Τσέλιγκα τόν
αποκαλούν καί Κεχαγιά (Κε + άγω, κε=κεφαλή,
άγω-ηγω=ηγούμαι) μία ακόμη
ονομασία μέ αρχαίες ρίζες καί όχι
σλάβικες ή τούρκικες όπως
νομίζουν πολλοί ή λανθασμένα
αναφέρεται σέ ορισμένα λεξικά.
Τό
τσελιγκάτο θά είναι τό πρότυπο
οργάνωσης τών πόλεων-κρατών στήν
αρχαιότητα. Μήπως καί στήν Αττική,
τήν αρχαία Αθήνα πού όλοι
γνωρίζουμε, δέν υπήρχαν οι
μεγάλες οικογένειες - φατρίες, καί
πολλές συνοικίες έπαιρναν καί τά
ονόματά τους;
Στό
τσελιγκάτο διακρίνουμε ένα
συντεχνιακό χώρο, ίσως βιοτεχνικό
θά έλεγα. Οί Σαρακατσάνισες
έπαιρναν τό μαλί τό έξαιναν, τό
έγνεθαν, τό ύφαιναν καί έραβαν τά
ενδύματά τους, μά καί τά σχοινιά
καί τίς τέντες τους. Βλέπουμε
δηλαδή ότι παίρνουν τή βασική
πρώτη ύλη - τό μαλί από τά ζώα τους
- καί αφού κάνουν δευτερογενή
επεξεργασία τή μετατρέπουν σέ
τελικό προιόν γιά τήν ένδυση καί
υπόδυσή τους αλλά καί γιά τήν
κατασκευή καταλύματος - στέγασης.
Μιά μικρή αλλά σημαντικότατη
βιοτεχνία - βιομηχανία εφ` όσον
τούς παρείχε απόλυτη αυτάρκεια
βασικών αγαθών γιά τήν διαβίωσή
τους καί ανεξαρτησία τους. Ο
νομαδικός τρόπος ζωής, η ανάγκη
μετακίνησης, η συχνή δημιουργία
εγκαταστάσεών τους, τούς ώθησε νά
αναπτύξουν έναν τέλειο τρόπο ζωής
μή μόνιμης διαβίωσης. Η
αρχιτεκτονική τής Σαρακατσάνικης
καλύβας (κατσούλας) είναι η
απόδειξη πως γνωρίζουν από πολύ
παλιά χρόνια αυτή τήν τέχνη. Αν
ακούσει κάποιος γέροντες
Σαρακατσάνους θά τούς ακούσει νά
λένε επαίνους γιά τήν τέχνη τής
"Κατσούλας", καί πολλές φορές
νά μιλούν ειρωνικά γιά άλλους
βλάχους κτηνοτρόφους πού δέν
κατέχουν αυτή την τέχνη. Ίσως τά
λεγόμενα τών γερόντων νά κρύβουν
καί κάποια αλήθεια, ότι οι νομάδες
ελληνόφωνοι Σαρακατσάνοι
προϋπήρχαν πολύ πρίν από τήν
δημιουργία λατινόφωνων
ημινομάδων, πού ποτέ δέν
τελειοποίησαν τήν αρχιτεκτονική
τής καλύβας - κατσούλας, ένα
καθαρά Σαρακατσάνικο δημιούργημα.
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ:
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
- ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
Ανιχνεύοντας
τήν Σαρακατσάνικη παράδοση, τούς
γλωσσικούς ιδιωματισμούς τους, τά
λεξικά αρχαίας καί νεοελληνικής
γλώσσας, μά καί τά συγγράμματα τών
αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων καί
ιστορικών, οδηγήθηκα κατόπιν
κοπιαστικής έρευνας σέ κάποια
συμπεράσματα. Καρπός αυτής τής
προσπάθειας η προσωπική εκδοχή
γιά τήν καταγωγή καί τήν
ετυμολογία τού ονόματος τών
Σαρακατσάνων, καί είναι η
μοναδική εκδοχή πού αντλεί τήν
ετυμολογία από τήν
αρχαιοελληνική γραμματεία αλλά
καί ταυτίζεται μέ τήν παράδοση
τών Σαρακατσάνων.
Η
λέξη Σαρακατσάνος είναι σύνθετη
καί τήν απαρτίζουν δύο πανάρχαιες
ρίζες λέξεων. Οί ρίζες αυτές είναι
η ρίζα -ΣΑΡ καί η ρίζα -ΚΑΣ.
Γιά
νά γίνει όμως πιό κατανοητή η
ερμηνεία, αποκωδικοποίηση θά
έλεγα τών ριζών αυτών θά τίς
αναλύσουμε κάθε μία χωριστά.
1)
Η ρίζα -ΣΑΡ έχει προέλευση
Ελλοπική - Ελληνο - πελασγική, καί
είναι ταυτόσημη μέ τήν ρίζα -ΣΕΛ.
Ας πάρουμε τήν ιστορία τής ρίζας
αυτής, πού η αρχική της μορφή ήταν
-ΕΛ, απ` όπου καί τό ρήμα Ελαύ-νω =
ωθώ διά κραυγών, καί αργότερα η
χώρα τών ορεινών κτηνοτρόφων θά
ονομασθεί ΕΛ-λοπία. ΕΛ όμως
σημαίνει καί ύψωμα, βουνό. Από τήν
ρίζα -ΕΛ προήλθε άλλη μορφή τής
ρίζας η -ΣΕΛ-λοί (ορεινοί κάτοικοι
περί τήν Δωδώνη, όπως μάς
πληροφορεί ο Αριστοτέλης).
Ταυτόσημη ένοια μέ τήν ρίζα -ΣΕΛ
έχουμε τήν ρίζα -ΣΑΛ, απ` όπου
προήλθε η λέξη ΣΑΛ-αγος = Σαλαγή (Ησύχιος
- σαλαγή = θόρυβος, κραυγή, βοή). Η
αρχαία λέξη σαλαγή έχει ταυτόσημη
ένοια μέ τό ρήμα Ελαύνω. Δηλαδή
έχουμε δύο λέξεις (Σαλαγή - Ελαύνω)
μέ ταυτόσημη ένοια. Δύο αρχαίες
λέξεις τού καθημερινού βίου τών
κτηνοτρόφων. Τήν λέξη σαλαγή τήν
βρίσκουμε σήμερα στούς
Σαρακατσάνικους ιδιοματισμούς μέ
τό ρήμα σαλαγάω, πού σημαίνει
ορμηνεύω τά πρόβατα μέ φωνές.
Η
ρίζα -ΣΑΛ έχει καί τήν ένοια τού
ορεινού. Εκτός όμως από τήν ρίζα -ΣΑΛ
πού σημαίνει καί ύψωμα, έχουμε
παρόμοια ερμηνεία καί από τήν
ρίζα -ΕΛ, πού προφερόταν καί -ΙΛ απ`
όπου προήλθε καί η Ομηρική λέξη
Ίλιον (Τροία) γιατί ήταν κτισμένη
επάνω σέ ύψωμα, λόφο, καί ο Όμηρος
έδωσε στό έργο του τό όνομα Ιλιάδα.
Οί
ταυτόσημες ρίζες -ΕΛ, -ΣΕΛ, -ΣΑΛ, -ΣΑΡ
έχουν τίς δύο ένοιες τού ορεινού
καί τού κτηνοτρόφου βοσκού. Τό -ΣΑΡ
έχει προέλθει από τό -ΣΑΛ από τήν
μετατροπή τού -Λ σέ -Ρ, γνωστό
φαινόμενο στήν αρχαία Ελληνική
γραμματική π.χ. γλώσσαλγος -
γλώσσαργος, αλλά καί στήν
νεοελληνική μέ τό αδελφός -
αδερφός.
Τήν
ρίζα -ΣΑΡ όμως τήν συναντούμε καί
στούς Σαρακατσάνικους
ιδιωματισμούς στήν λέξη σάρα (πληθ.
σάρες). Η λέξη αυτή ανάλογα μέ τήν
πρόταση στή οποία
χρησιμοποιείται παίρνει δύο
ένοιες. Στή μία περίπτωση έχει τήν
ένοια τού βουνού, τού υψώματος π.χ.
"Τσ` άρες ψένουν οί Σαρακατάν`
τόν Αι Γιώργη".
Η
άλλη έννοια τής λέξης σάρα είναι ο
γκρεμός, η χαράδρα καί μάλιστα οί
απότομες πλαγιές όπου υπάρχουν
πολλά λιθάρια τά οποία
κατρακυλούσαν τά
Σαρακατσανόπουλα παίζοντας, π.χ.
"Εκειό τό β`νί είναι ούλου σάρες".
Αλλά
καί η ρίζα -ΣΕΛ εμπεριέχεται στή
λέξη τσέλιγκας (Τ-ΣΕΛ-Ιγκας). Εδώ η
ρίζα -ΣΕΛ έχει τήν ένοια τού
ορεινού κτηνοτρόφου βοσκού καί η
κατάληξη -ιγκας πιθανότατα έχει
προέλθει από τό αρχαίο άγω - ηγώ.
Δηλαδή τσέλιγκας είναι ο ηγέτης
τών ορεσείβιων κτηνοτρόφων
βοσκών. Αυτό μάς λέει η ίδια η λέξη
μέ τήν ετυμολογική της ένοια, καί
πού ακόμη καί σήμερα
διαπιστώνουμε εύκολα από τά
λεξικά.
Συνοπτικά
τό πρώτο συνθετικό τής λέξεως
Σαρα-κατσάνοι είναι η ρίζα -ΣΑΡ ή
οποία έχει προέλθει από τίς
αρχαιότατες Ελληνοπελασγικές
ρίζες ΕΛ(Λ), ΣΕΛ, ΣΑΛ, καί -ΣΑΡ. Καί η
ρίζα -ΣΑΡ διασώζεται στήν Σαρα-κατσάνικη
λέξη σάρα-ες μέ τήν ένοια τού
ορεινού.
Η
λέξη σάρα έχει σχέση καί μέ τήν
λέξη σάουρα πού χρησιμοποιούν οί
Σαρακατσαναίοι καί σημαίνει: ο
αυτόχθων, ο γηγενής, μάλιστα
χρησιμοποιούν τή φράση: "αυτός
έκατσε κατασάουρα", (αυτός
έκατσε καταγής). Η λέξη σάουρα δέν
είναι παρά η παραφθορά τής λεξης
άρουρα (= γή) Σάρ(α), λοιπόν, είναι
ορεινός τόπος όπου οί ορεσίβιοι
κτηνοτρόφοι - βοσκοί διά κραυγών
ελαύνουν (σαλαγούν) τό ποίμνιό
τους. Παραστατικά μπορούμε νά
δούμε τήν αντιστοιχία τής αρχαίας
Ελληνικής γλώσσας καί τούς
Σαρακατσάνικους ιδιωματισμούς.
ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΕΛ = Ελαύνω, Έλλος, Ελλοπία
ΙΛ = Ίλιον, Ιλλυρία
ΣΕΛ = Σελλοί, ορεσίβιοι κάτοικοι τής Ηπείρου
ΣΑΛ = Σαμνίτες, Σαλαγή
ΣΑΡ (Α) = ΣΑΟΥΡΑ = γηγενής, αυτόχθων
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΑ
Σαλαγάω = Σαλαγή
Σάρα - ες = Βουνά
ΕΛ = Ελαύνω, Έλλος, Ελλοπία
ΙΛ = Ίλιον, Ιλλυρία
ΣΕΛ = Σελλοί, ορεσίβιοι κάτοικοι τής Ηπείρου
ΣΑΛ = Σαμνίτες, Σαλαγή
ΣΑΡ (Α) = ΣΑΟΥΡΑ = γηγενής, αυτόχθων
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΙΚΑ
Σαλαγάω = Σαλαγή
Σάρα - ες = Βουνά
Ο
ΣΤΑΥΡΟΣ: ΕΝΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΟ ΣΥΜΒΟΛΟ
ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
2) Τό δεύτερο μέρος πού αποτελεί τό δεύτερο συνθετικό τής λέξεως Σαρακατσάνοι, είναι η ρίζα -ΚΑΣ (-ΚΑΤΣ).
Η
ρίζα ΚΑΣ εμπεριέχει δύο
πανάρχαιες ένοιες μέ συμβολικό
χαρακτήρα. Στούς Σαρακατσάνους, η
ρίζα -ΚΑΣ εμπεριέχεται στή λέξη
κατσούλα πού σημαίνει τό καλύβι, ή
τό επάνω κωνικό μέρος τού
παραδοσιακού τους καλυβιού, καί
τά ξύλα πού αποτελούν τόν οπλισμό
τής Κατσούλας, τά λένε
κατσουλόξυλα. Τά κατσουλόξυλα
σχηματίζουν έναν κώνο καί
ενώνονται στήν κορυφή σέ μία
στεφάνη πού εμπεριέχει έναν
σταυρό. Η ρίζα -ΚΑΣ διασώζεται ώς
σήμερα στό ρήμα κατσιάζω δηλαδή
ζαρώνω, σουφρώνω όπως τά
καυσόξυλα σουφρώνουν πρός τήν
κορυφή τής καλύβας σχηματίζοντας
κώνο.
Σαρακατσάνικος
ισοσκελής
Οί Σαρακατσάνοι, σταυρός σαν αρχαϊκός παλαιότερα, όταν έλεγαν κατσούλα ενοούσαν όλο τό καλύβι τό όρθο. Κατσούλα επίσης λένε καί τήν κωνική κουκούλα τής κάπας. Η λέξη κατσούλα προέρχεται από τήν λέξη κασούλα όπως αναγράφεται στίς Προκοπίου Ιστορίαι (4, 26). Η λέξη ΚΑΣούλα εμπεριέχει τήν ρίζα -ΚΑΣ η οποία μέ παραφθορά προφέρεται ΚΑΤΣ.
Η
ετυμολογική της σημασία είναι οτι
εμπεριέχει τήν ένοια τού ενώνω,
τού συγκεντρώνω, ταυτίζω,
αδελφώνω όπως όλα τά κατσουλόξυλα
στήν κορυφή τής κατσούλας -
καλύβας στόν σταυρό.
Στόν
Όμηρο η ένοια τού κασις
αναφέρεται ώς ένωση, αδέλφωμα, (ΙΛΙΑΔΑ
Ζ430, Ο545, ΟΔΥΣΕΙΑ Δ155) κατά συνέπεια
αποκαλούνται έτσι καί τά αδέλφια,
εξ` ού καί η Ομηρική λέξη
κασίγνητοι (ΙΛΙΑΔΑ Δ155, Ε359). Οί
Σαρακατσαναίοι διασώζουν αυτή
τήν πανάρχαια ένοια κάτσα (=η
ένωση τών ποδιών, τό ωκλαδών (σταυροπόδι),
η ένωση δύο ατόμων, δηλ. η αδελφο-ποίηση
στά σταυραδέλφια, τό νήμα πού
προέρχεται από τήν ένωση δύο
νημάτων στριμένων ή περισσότερων,
τό αποκαλούν κατσελωτό. Η ρίζα -ΚΑΣ
έχει προέλθει από τήν μητρική της
ρίζα -ΚΑ μία πανάρχαια
Ελληνοπελασγική ρίζα πού τή
συναντούμε στίς αρχαιότερες
Ελληνικές γραφές, στήν Γραμμική Α`
καί Γραμμική Β` (Περιοδικό ΔΑΥΛΟΣ,
τεύχος 126, Ιούνιος 1992, σελ. 5,6,7,8) τής
Μινωικής καί Προμινωικής
περιόδου. Από τήν ρίζα -ΚΑ προήλθε
η ρίζα -ΚΑΤΣ, κι` από αυτή προήλθε η
λέξη κατσούλα.
Η
ρίζα -ΚΑ όπως συμβολίζεται σέ
πίνακα συλλαβο-γραμμάτων τής
Γραμματικής Β` (Δημητρίου
Τομπαΐδη "ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ" σελ. 15,16
Εκδόσεις Ο.Ε.Δ.Β.), καί μέ κωδικό 77
έχει τήν ένοια τού τροχού μέ
σταυρό, ότι δηλαδή έχει κάθε
Σαρακατσάνικο καλύβι, στήν
εσωτερική πλευρά τής κορυφής του.
Στούς Σαρακατσάνους βρίσκουμε
τόν κύκλο μέ τόν σταυρό σέ κίνηση,
όπως ο τροχός στόν χώρο ΚΑΤΣΑ ή
ΣΤΑΥΡΩΤΟ όπως αλλιώς λέγεται. Μία
μορφή τού χορού αυτού χορεύεται
από τέσσερεις χορευτές πού
σχηματίζουν σταυρό κρατόντας τίς
άκρες δύο μαντηλιών σταυρωμένα
μεταξύ τους σχηματίζοντας σταυρό.
Όταν χορεύουν, οι σταυροί τών
μαντηλιών καί χορευτών
διαγράφουν κύκλο. Ο Σταυρωτός
χορός τών Σαρακατσαναίων μάς
παραπέμπει στό στίχο τού Ορφικού
Ύμνου πρός τιμήν τού Ηλίου: "τετραβάμοσι
ποσί χορεύουν", (Νίκου Πρεάδη: Ο
Ορφέας καί οί Ορφικοί, σελ. 48,
Αθηνα 1994). Μέ σταυρό στήν
αρχαιότητα συμβολίζουν τόν Θεό
Ήλιο - Δία καί πιθανότατα ο χορός
αυτός νά ήταν πρός τιμήν τού Θεού
Ήλιου - Δία. Η ταύτιση τού σταυρού
καί τού Ήλιου μπορεί εύκολα νά
διαπιστωθεί εάν επισκεφθεί
κάποιος τά μουσεία στή Κρήτη όπου
θά βρεί πλήθος απεικονίσεων
σταυρών καί ήλιων σέ λατρευτικά
αντικείμενα. Στίς πρωτοελληνικές
διαλέκτους ο σταυρός λεγόταν -ΚΑΡΟΣ
από τή ρίζα -ΚΑ, καί αυτή η λέξη
διασώζεται σήμερα σέ όλη τήν
Ευρώπη ΚΑΡΟΣ = Κ` ΡΟΣ = CROSS, αλλά καί
στή λέξη καρώ πού σημαίνει
τετράγωνο ή ρόμβος. Στή ρίζα -ΚΑΣ
λοιπόν βρίσκουμε τήν ένοια τού
σταυρού, δηλαδή τήν ένωση "κάσις"
ενός συμβόλου πού είχαν οι
Σαρακατσάνοι πρίν τόν
Χριστιανισμό.
Τό
σταυρό στούς Σαρακατσάνους τόν
βρίσκουμε όχι μόνο στήν κατσούλα
τού καλυβιού, στό εσωτερικό, μά
καί στό εξωτερικό τής καλύβας
όπου έβαζαν εμφανώς σταυρό.
Σταυρό
έχει καί τό πανάρχαιο λάβαρό τους,
ο φλάμπουρας. Σταυρό έχουν καί στό
χώρο ΣΤΑΥΡΩΤΟ ή ΚΑΤΣΑ.
Οί
γυναίκες αλλά καί οί άνδρες
παλαιότερα έφεραν σταυρό τατουάζ
στό μέτωπο καί στά μπράτσα. Η
εξοικείωσή τους μέ τόν σταυρό
τούς έκανε καί καλούς Χριστιανούς.
Οί Σαρακατσάνοι υπήρξαν "σταυρο-φορούντες"
από τήν αρχαιότητα καί διέδωσαν
τόν σταυρό σ` όλη τήν Ευρώπη.
Προσφάτως
δε ανεκαλύφθη λείψανο ανθρώπου
στίς Αλπεις καλά διατηρημένο
στούς πάγους, εις τό οποίο οί
επιστήμονες δίνουν ηλικία 4.000
ετών. Τό σώμα αυτό είναι καλά
διατηρημένο καί στό δέρμα του
διακρίνονται τατουάζ μέ σταυρούς!
Συνοπτικά στή ρίζα -ΚΑΤΣ έχουμε τήν αρχαία ένοια τού σταυρού καί τής κατσούλας (καλυβιού), τού ορθού κονακιού τών Σαρακατσάνων.
-ΣΑΡ λοιπόν ο ορεσίβιος βοσκός κτηνοτρόφος.-ΚΑΣ η καλύβα - κατσούλα πού φέρει τό σταυρό.
Μέ τόν συνδιασμό αυτών τών δύο αρχαίων ριζών-ενοιών έχουμε τήν προέλευση τής λέξης ΣΑΡ(α)ΚΑΤΣ(άνοι) πού σημαίνει οί ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι, βοσκοί, πού ζούν στίς Κατσούλες, πού έχουν τόν σταυρό, ή οί σταυροφορούντες ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι πού ζούν στίς κατσούλες
Η ιστορική εξέλιξη τής λέξεως Σαρακατσάνοι, έχει ώς εξής:
ΕΛ ΚΑ = +
ΣΕΛ ΚΑΣ-ΚΑΤΣ
ΣΑΛ-ΣΑΡ ΚΑΤΣΟΥΛΑ
ΣΑΡ(α) + ΚΑΤΣ(ουλιάνοι)
ΣΑΡΑΚΑΤΣΟΥΛΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣ` ΛΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
Συνοπτικά στή ρίζα -ΚΑΤΣ έχουμε τήν αρχαία ένοια τού σταυρού καί τής κατσούλας (καλυβιού), τού ορθού κονακιού τών Σαρακατσάνων.
-ΣΑΡ λοιπόν ο ορεσίβιος βοσκός κτηνοτρόφος.-ΚΑΣ η καλύβα - κατσούλα πού φέρει τό σταυρό.
Μέ τόν συνδιασμό αυτών τών δύο αρχαίων ριζών-ενοιών έχουμε τήν προέλευση τής λέξης ΣΑΡ(α)ΚΑΤΣ(άνοι) πού σημαίνει οί ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι, βοσκοί, πού ζούν στίς Κατσούλες, πού έχουν τόν σταυρό, ή οί σταυροφορούντες ορεσίβιοι κτηνοτρόφοι πού ζούν στίς κατσούλες
Η ιστορική εξέλιξη τής λέξεως Σαρακατσάνοι, έχει ώς εξής:
ΕΛ ΚΑ = +
ΣΕΛ ΚΑΣ-ΚΑΤΣ
ΣΑΛ-ΣΑΡ ΚΑΤΣΟΥΛΑ
ΣΑΡ(α) + ΚΑΤΣ(ουλιάνοι)
ΣΑΡΑΚΑΤΣΟΥΛΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣ` ΛΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΙΑΝΟΙ
ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΟΙ
Η
ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ
Σαρακατσάνοι,
μία λέξη γεμάτη νόημα, αλήθεια καί
ιστορία, από τά βάθη τής
αρχαιότητος καί τής παρουσίας τού
αυτόχθονα Έλληνος - ανθρώπου στήν
ιερή Ελληνική Γή.
Ένας
πρωτοελληνικός λαός πού δέν θά
μπορούσε παρά νά έχει ένα
πανάρχαιο Ελληνικό όνομα πού
προέρχεται από τήν σύνθεση
στοιχείων τού πανάρχαιου βίου του.
Η
Ελληνικότητα τών Σαρακατσάνων
ήταν πάντοτε αδιαμφισβήτητη,
ακόμη καί μετά τόν εκχριστιανισμό
τους, καί όλοι γνωρίζουν πόσο
ευλαβείς καί πιστοί άνθρωποι
είναι οί Σαρακατσάνοι.
Όμως
σάν Έλληνες - Χριστιανοί έχουν μιά
μοναδική ιδιαιτερότητα. Από τά
χριστιανικά ονόματα αποδέχονται
μόνο τά Ελληνικά ή ελληνοποιημένα.
Είναι αδύνατον νά βρεις Εβραϊκό
όνομα σέ Σαρακατσάνο, όπως Δανιήλ,
Ιωσήφ, Ραφαήλ, Δαυίδ, Εμμανουήλ
κλπ. Η παράδοση τών Σαρακατσάνων,
καί ειδικά οι πανάρχαιοι
ιδιωματισμοί τους χρειάζονται
ειδική μέριμνα.
Η
"γλώσσα" τών Σαρακατσάνων
κρύβει τήν ιστορία τής Ελληνικής
γλώσσας, γιατί περιέχει στοιχεία
πρωτο-ελληνικά, Πελασγικά,
Ομηρικά και αρχαϊκά. Αλλά
χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι
πολλές λέξεις προέρχονται από
παραφθορά καί είναι δύσκολος ο
εντοπισμός τής πραγματικής
λέξεως.
'Οπως
η λέξη κλίτσα αποτελείται από τή
ράβδο καί τήν κλίτσα, τό καπέλο
τής ράβδου δηλαδή η κατσούλα, πού
υποκοριστικά ελέγετο Κατσουλίτσα
(μικρή κατσού-λα), καί μέ παραφθορά
κατσ`λίτσα καί στό τέλος κλίτσα.
Ιδιαίτερη
προσοχή χρειάζεται στό νόημα πού
έχουν ορισμένες λέξεις. Λόγου
χάριν οί Σαρακατσάνοι τίς
βελανιδιές τίς αποκαλούν δένδρα,
καί όλα τά υπόλοιπα κλαριά. Δένδρα
όμως ονομάζει κι` ό Όμηρος τίς
βελανιδιές (δρύς) αλλά καί σέ
άλλους στίχους τά δένδρα τά
αποκαλεί δένδρα. (ΙΛΙΑΔΑ Μ 131-134 καί
Λ 86-89).
Επίσης
Λούρα λένε οι Σαρακατσάνοι τούς
μακρινούς λεπτούς κορμούς χωρίς
φυλλωσιές κι` ο Όμηρος
χρησιμοποιεί τόν όρο Δούρα (Δούρατα
- Δόρατα, Δόρυ. -ΟΔΥΣΣΕΙΑ, Ε 162 - 164, Ζ
167).
Ο
Όμηρος, Κρής (Κάρα) αποκαλεί τό
κεφάλι, από τήν ίδια λέξη
προέρχεται καί τό Σαρακατσάνικο
κρητσούνας πού σημαίνει κεφάλας,
καί τό κρητσούνι = κεφάλι.
Η
λέξη τσοτίνα ή τσουτίνα πού
σημαίνει τήν περιοχή τού ινιακού
ή κροτάφων στό κεφάλι, καί είναι
παραφθορά τής λέξης κοτίνα, εξ` ού
καί ο αρχαίος "κότινος", τό
στεφάνι τών Ολυμπιονικών.
Ένα
ακόμη παράδειγμα πρωτοελληνικής
Πελασγικής λέξης είναι η Εστία
τής Κατσούλας τήν οποία οι
Σαρακατσάνοι αποκαλούν Βάτρα,
ονομασία πού προέρχεται από τό
πελασγικό Βατάρα (Ησύχιος, "Πελασγικά",
Ιάκωβος Θωμόπουλος, Αθήνα 1912).
Πρόκειται για μία καθαρά
Ελληνοπελασγική λέξη τήν οποία
λανθασμένα μερικά λεξικά
αποδίδουν στή Λατινική γλώσσα.
Οί
Σαρακατσάνοι φέρουν καί
αρχαιότατα πελασγικά ονόματα
όπως τό Χαραλής (Πελασγικά, Ι.Θ.)
καί σήμερα Καραλής πού έχει
βρεθεί σέ πελασγική επιγραφή. Τό
όνομα Καραλής, πού δέν έχει καμία
σχέση μέ τό τουρκικό Καρά - Αλής,
τό βρίσκουμε στούς Σαρακατσάνους
τής Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας αλλά
καί Βουλγαρίας.
Τό
Ακοίτης, είναι ένα άλλο
χαρακτηριστικό Πελασγικό όνομα
πού έχει βρεθεί κι` αυτό σέ
Πελασγική επιγραφή καί τό οποίο
συναντάμε μόνο στούς Σαρακα-τσάνους
σάν Κοίτας καί είναι τό
αντίστοιχο τού νεοχριστιανικού
Χρήστος.
Πελασγικής
προελεύσεως είναι πολλές λέξεις
όπως; κρούτα, ρούγα, κάλεσος,
βελέντζα, ζαλίκι, μερτζέλι,
τσούπρα, λούγκα, κούπα, κούρνια,
λιγκιάζω κ.α., αλλά καί πάρα πολλές
Αρχαϊκές όπως: πυροστιά (πύρ +
εστία), πυρόμαχος (πύρ + μάχομαι),
σκ` τί - σκουτί (σκύτος=δέρμα
ένδυμα), κουρνιαχτός (κορνιαχτός)
κ.α. Η Ελλοπική - Πελασγική γλώσσα
φυσικά ήταν αρκετά
διαφοροποιημένη από τή γνωστή σ`
εμάς Αττική διάλεκτο ή τά
νεοελληνικά πού ομιλούμε σήμερα.
Η
Ελλοπική - Πελασγική ήταν γεμάτη
φθόγγους καί πολλά σύμφωνα, λίγα
φωνήεντα καί σχεδόν καθόλου άρθρα,
όπως άλλωστε καί η Ομηρική γλώσσα
πού δέν έχει άρθρα.
Από
τούς επηρεασμούς πού δεχόταν ο
πρωτόγονος άνθρωπος τών ήχων πού
παρήγαγε τό φυσικό του περιβάλλον,
συνετέλεσαν στή διαμόρφωση τής
γλώσσας, μέ ηχοποιητές λέξεις.
Όπως
πολύ εύλογα μάς λέει ο Γ.
Μπαμπινιώτης ("Θεωρητική
Γλωσσολογία", 1986, σελίς 25): "Οί
φθόγγοι μιάς γλώσσας ώς
συνδιασμοί, ώς συγκεκριμένες
φωνολογικές μορφές υπάρχουν
ένεκα σημασιών, ώς φορείς δηλαδή
ορισμένων σημασιών. Οί δέ
σημασίες μιάς γλώσσας υπάρχουν
μόνο διά τών φθόγγων. Οί ορισμένοι
κατά γλώσσα συνδιασμοί φθόγγων
πού μέ τή σειρά τους συνδέονται
πρός ορισμένες σημασίες,
συνθέτουν τή γλώσσα".
Αλλά
καί ό Όμηρος μάς λέει κάτι σχετικό
(ΙΛΙΑΔΑ, Δ 452):
"Ώς
δ` ότε χειμαρόοι ποταμοί κατ`
όρεσφι `ρέοντες ες μεσγάγκειαν
ξυμβάλλετον όμβιμον ύδωρ. κρουνών
εκ μεγάλων κοίλης ενυασθε
χαράδρης τών δέ τε τηλόσε δούπον
εν ούρεσιν έκλυε ποιμήν".
(Καί
καθώς όταν οί σάν ποτάμια
χείμαρροι κατέρχονται απ` τά
βουνά καί σμίγουν αυξάνοντας τήν
δύναμη τών οχετών πού
κρημνίζονται μέσα στή βαθιά
χαράδρα αυτών, βεβαίως τό μακρινό
δούπο στά βουνά άκουε ο βοσκός).
Καί ο αείμνηστος Ηλίας
Τσατσόμοιρος ("Ιστορία
Γεννέσεως τής Ελληνικής Γλώσσας",
εκδόσεις Δαυλός, 1991) θά
συμπληρώσει: "Σελλός, Ελλός καί
Έλλην υπήρξαν οί κτηνοτρόφοι πού
εποίμαναν τόν λόγο". Από τίς
παραπάνω παραπομπές βγαίνει
αβίαστα θάλεγα τό συμπέρασμα πώς
οί κτηνοτρόφοι είναι εκείνοι πού
δημιούργησαν τόν λόγο - γλώσσα μά
καί τό τραγούδι. Η ανάγκη γιά
έκφραση στό τραγούδι ώθησε στό νά
επινοηθούν τά φωνήεντα μεταξύ τών
συμφώνων καί φθόγγων
δημιουργώντας ηχητική
καλαισθησία.
Στούς
Σαρακατσάνους παρατηρούμε πώς
ενώ στήν καθομιλουμένη "γλώσσα"
τους κάνουν ευρεία αποκοπή
φωνηέντων στίς λέξεις, αντίθετα
στά τραγούδια τους προφέρουν όλα
τά φωνήεντα τών λέξεων, ούτως ώστε
νά μήν παρατηρείται χασμωδία στά
Σαρακατσάνικα τραγούδια.
Τό
Σαρακατσάνικο τραγούδι είναι θά
έλεγα πρωτόγονο τραγούδι γιατί
κανένα παραδοσιακό Σαρακατσάνικο
τραγούδι δέν συνοδεύονταν από
μουσική κάποιου οργάνου.
Όσοι
γνωρίζουν τή Σαρακατσάνικη
παράδοση τών τραγουδιών εύκολα
μπορούν νά διακρίνουν τή διαδοχή
συλλαβών - ήχων μέ μιά συνεχή ροή
πού προσφέρει μία ηχητική μελωδία
σάν κελάρισμα.
Η
απουσία μουσικού οργάνου στά
τραγούδια τών Σαρακατσάνων τούς
έκανε νά αναπτύξουν τή φωνητική
τών τραγουδιών τους. Τό μόνο
μουσικό όργανο πού έχουν είναι η
φλογέρα (καί ένα είδος μεγάλης
φλογέρας η Τζαμάρα), η οποία
αποτελεί τήν πηγή έκφρασης τού
ψυχικού κόσμου τού μοναχικού
τσομπάνη πού βοσκά τά πρόβατα
μόνος.
Όταν
οι Σαρακατσάνοι θέλουν νά
εκφράσουν τόν ρυθμό τών
τραγουδιών τους χρησιμοποιούν
τόν όρο: ν` χό, μιά λέξη πού κρύβει
πολλά. Η λέξη: ν` χός, έχει προέλθει
εκ παραφθοράς από τή λέξη
νεροηχός. Δηλαδή ο ήχος τού
κελαρίζοντος τρεχούμενου νερού
ήταν η αιτία δημιουργίας αυτού
τού όρου μά καί ότι ο ρυθμός τής
ροής τών ήχων - συλλαβών τών
τραγουδιών τους.
Οί
Σαρακατσάνοι είναι οί πρώτοι πού
"επόιμαναν τό λόγο" καθώς
λέει ό Η. Τσατσόμοιρος, οί οποίοι
ακούγοντας τά τρεχούμενα νερά,
όπως μάς πληροφορεί ο Όμηρος,
δημιούργησαν καί τό τραγούδι.
Καί
ο αξιέπαινος επιστήμονας
ανθρωπολόγος Δρ. Άρης Πουλιανός
("Σαρακατσάνοι: Ο αρχαιότερος
λαός τής Ευρώπης", Πρακτικά
συνεδρίου Σερρών 1983, Αθήνα 1985, σελ.
26) θά μάς επιβεβαιώσει: "Οί
Σαρακατσάνοι τής πρωτοχάλκινης
εποχής είναι αυτοί πού κατέχουν,
καί πρώτοι μιλούν, τήν Ελληνική
καί μέ τίς διαρκείς μετακινήσεις
τους στόν Ελλαδικό χώρο ενεργούν
σάν φορείς διαδίδοντας τή γλώσσα
τους". Οί Σαρακατσάνοι οι ίδιοι
καί η παράδοσή τους είναι
ανεκτίμητοι διότι κουβαλούν τή
μαρτυρία τής ιστορίας τού
Ελληνισμού. Είναι τό αποδεικτικό
στοιχείο τής αδιάκοπης ιστορικής
καί βιολογικής συνέχειας καί
πορείας του διά μέσου τών
χιλιετιών.
Σαρακατσάνοι
καί Ελληνισμός είναι όροι
ταυτόσημοι, φορείς τού μοναδικού
καί ανεπανάληπτου Ελληνικού
πολιτισμού, ταγμένοι στήν ιερή
καί πανανθρώπινη αποστολή τους.
Η
Σαρακατσάνικη παράδοση είναι σάν
τά κάρβουνα μέσα στή χόβολη, όσο
σκαλίζεις τή στάχτη τόσο ανάβει η
φωτιά. Κι` εμείς, οί απόγονοί τους,
πρέπει νά δώσουμε πνοή σ` αυτή τή
φωτιά νά γίνει τρανή φλόγα νά
φωτίσει τήν κακοποιημένη καί
διαστρεβλωμένη στούς δύσκολους
αυτούς γιά τόν Ελληνισμό καιρούς
αλήθεια.
ΜΟΛΑΡΗΣ
ΒΑΣΙΛΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου